n o w h e r e

no/where or now/here?

Τα πράγματα

Υπάρχουν σπίτια που τα πράγματα είναι πιο σημαντικά
Οι άνθρωποι απλώς τα περιβάλλουν
Τα πράγματα τους τρών χώρο και ενέργεια
Τρέφονται από την προσοχή τους

Μην το ακουμπάς αυτό εκεί
Βάλτο στην θέση που ήταν
Μην το πειράζεις

Εσύ θα έρθεις θα φύγεις θα λυγίσεις θα χαθείς
Τα πράγματα θα μείνουν
Ποίος σου είπε ότι είσαι πιο διαρκής από τα πράγματα;
Ποίος σου είπε να μην είσαι κι εσύ πράγμα;
Γκρεμίζονται οι άνθρωποι
Γεμίζουν σκόνη τα χέρια τους από το μη άγγιγμα

Μην το πειράζεις αυτό
Μην το ακουμπάς
Μην του αλλάζεις θέση

Πρέπει να υπάρχει κάτι σταθερό
Μπας και πιστέψεις κι εσύ πως είσαι μόνιμος
Στέρεος
Χωρίς συναίσθημα
Ανεπηρεαστος
Πράγμα άψυχο που κάποιος θα βρεθεί να το θαυμάσει

▪︎

[σπινθηρογράφημα επί 2]

___________________συνεύρεση με Κόμμον Άλεξ

-Θα σε ταΐζω λέξεις στο στόμα
Δεν θα ξέρεις αν η επόμενη είναι πέτρα, φιλί ή κενό
Θα με προσμένεις με τ’ άγουρα μάτια σου,
τα ήδη κουρασμένα απ’ όσα έχουν δει
Θα φουσκώνουν οι φλέβες σου σαν μήτρες που κυοφορούν επικείμενους κινδύνους

Ποιος θα εξημερώσει πρώτος τον άλλον,
το στοίχημα
Το τίμημα, προπληρωμένη κάρτα που ανανεώνεται
Βάλε το χέρι σου εδώ
κι εδώ
κι εδω
Κοίτα,
δεν έχω καρδιά 
χιλιάδες μικρά διαμάντια σφηνωμένα στους πόρους του δέρματος περιμένουν να πάρουν φωτιά

*

-Με τραβάνε κάτω οι άγκυρες του κόσμου
δεν μπορώ να σου μιλήσω φωναχτά
εχτές ούρλιαζα όλη νύχτα από τον λυκαβηττό
για να δω αν με ακούς
όσο πνίγομαι σε σκέψεις κι ενδεχόμενα μαζί σου

είμαι ένας ψυχοναύτης ορφανός πια από πλοίο
είσαι μία ανθισμένη κερασιά μες στο τσιμέντο
ασορτί σε μια τσαλακωμένη πόλη
που εγκάρσια περνάει τα κορμιά
και τα διαλύει
θες να φύγεις από αυτή την ενδοχώρα
θέλω γρήγορα στο χώμα να χωθώ
κάποια νύχτα ίσως τύχει να βρεθούμε πια στη μέση
μέχρι τότε θα φωνάζω από ψηλά για να σε βρω

_

__

___

Άνθρωποι/Σπίτια

Είναι κάτι άνθρωποι σαν σπίτια χτισμένα σε γκρεμό, σε προσκαλούν στο χώρο που έχουν φτιάξει με τα χέρια τους για λίγους, κατεβαίνουν να σε πάρουν μόλις φτάσεις, μοιράζονται μαζί σου την υπέροχη ακριβοθώρητη θέα & ύστερα μια μέρα, όταν νιώθουν πως βαριούνται πρέπει απλά να φύγεις, χωρίς να ξέρεις πώς ή προς τα πού.

Είναι άλλοι ημι-υπόγειες γκαρσονιέρες που ίσα βλέπουνε το δρόμο. Μπορεί να έχουν εσωτερικές αυλές, μα η άμεση πρόσβαση σ’ αυτές θα ρίχνει πάντα με κάποιο τρόπο την αξία τους.

Υπάρχουν φυσικά και ρετιρέ ακριβώς πάνω απ’ την βοή της πόλης, λοφτ γεμάτα άνεση και φως, ηρεμία και μια θέα τα βράδια απ’ την ταράτσα που σε κάνει να μη θέλεις να βρίσκεσαι αλλού. Έχουν ασανσέρ που βγάζουν κατευθείαν στο σαλόνι μα δεν μπορεί ο καθένας να ανέβει, έχουν κωδικό. Φεύγοντας πάντως επιστρέφεις αμέσως στον πολιτισμό, μα η εμπειρία της πόλης από ψηλά ακολουθεί την αίσθηση σου.

Είναι και κάτι σπίτια στα προάστια, εκκωφαντικά στην διακόσμηση τους μέσα κι έξω, φωνάζουν πως υπάρχουν για να τα προσέξεις, μα αν βρεθείς μέσα είναι ίδια με τόσα άλλα σπίτια εδώ κι εκεί. Ισορροπούν τις αδυναμίες που νομίζουν ότι έχουν με βαριά έπιπλα και έντονα περίτεχνα σχέδια, μήπως σε κάνουν και μείνεις λίγο παραπάνω κι ας είναι τελικά γι’ αυτόν τον λόγο κυρίως κουραστικά.

Τέλος υπάρχουν άνθρωποι μοναστήρια που δεν θα επισκεφτώ ποτέ. Κι υπάρχουν κι άνθρωποι φάροι που κι αν τους βλέπεις μόνο από μακριά, το φως τους πάντα θα σου δείχνει τον δρόμο σου.

 

 

 

 

.

 

 

..

Απρίλιος

Βρήκα μια μέρα του Μάρτη ανάμεσα στα φύλλα στο μπαλκόνι
μάλλον την έφερε ο άνεμος ως εδώ
γαύγισε ο σκύλος απέναντι
του απάντησαν τα ρούχα τ’ απλωμένα
μέσα μου ακόμα σιωπή

Σαν λάδι το παρόν ήσυχη θάλασσα
κι εγώ ανάμεσα στο λάμδα που κοιτάζει αριστερά
και στο δέλτα που έχει στρέψει το βλέμμα απ’ την άλλη
Αφουγκράζομαι κύματα
που δεν λεν να γεννηθούν ακόμα

.

Σπίρτα

Μετράει σπίρτα
Δεν φτάνουν
Μετράει γρατζουνιές
Περισσεύουν

Όποιος ανάβει φωτιές το κάνει για να μη νιώθει μόνος
Χωρίς μια υποψία πόθου ολοκληρωτικής καταστροφής
Ο άνθρωπος είναι ένα ακόμα κατοικίδιο
Εξημερωμένος, άρα όχι μόνος
Στην εξημέρωση υπάρχει πάντα ο άλλος
ο γητευτής
αυτός που κρατάει το σκοινί ή το μαστίγιο
κι είναι καμιά φορά το ίδιο μόνος χωρίς αυτόν που εξημερώνει

Τα σπίρτα όμως θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν σοφά

Μετράει χρόνια
Κοντεύουν
Μετράει πληγές
Περισσεύουν

Κοιτάζει τα σπίρτα

Αναμένουν

.

.

Ετοιμασίες

Τακτοποιεί όλο το απόγευμα
Κλείνει τα δάκρυα σε μικρά δοχεία μπαχαρικών
τα βάζει πίσω στο ντουλάπι
Μαζεύει τα κομμάτια πόνου που περίσσεψαν
-μικρά, φαγωμένα υπολείμματα πόνου
τα τυλίγει προσεχτικά σε αλουμινόχαρτο
κάποια άλλη μέρα σίγουρα θα της χρειαστούν-
τα βάζει στο ψυγείο
πίσω από την κρέμα εγωπάθειας που άλειφε τις πληγές
για να μην κλείσουν
Σκουπίζει στον πάγκο τα σπασμένα γυαλιά
με τα χέρια γυμνά
Είναι σχεδόν έτοιμη
Να πάει μακριά
Να μην φύγει καθόλου αυτή τη φορά

Για πουθενά

.

.

.

Μνημόσυνο

Τελικά διωγμοί είναι οι χωρισμοί
γενοκτονίες των μέσα μας ελπίδων
σφαγές
που φτάνουν ν’ αφανίσουν κάθε έθνος
που μέσα μας κατοίκησε τις ώρες της αγάπης.

.

Επέκεινα

Ο άνθρωπος καταστρέφει τον πλανήτη
μα η φύση θα λέει πάντα την τελευταία λέξη
Τα σώματα μας θα γίνουν λίπασμα για τη γη
φαγητό για τα σκουλήκια

Η μόνη επανάσταση που μπορεί να πετύχει είναι το άγγιγμα
-όσο είναι καιρός, βιαστείτε-
Ο άνθρωπος έχει πόδια να στέκεται όρθιος
και χέρια για να αγκαλιάζει
Χωρίς την αγκαλιά δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει ο κόσμος
Ο καθένας μόνος του δεν αρκεί
Όσα τείχη κι αν χτίσει
Όσα σύνορα κι αν ορίσει
Αν δεν μάθει να αγγίζει
Δεν θα ελευθερωθεί ποτέ

Το μόνο επέκεινα που μπορεί να μας λυτρώσει
θα είναι πάντα μια αγκαλιά στο παρόν

zoom out/fade to black

Γέμισε το σπίτι με βροχή
Ξαγρύπνησα να σε κοιτάζω να κοιμάσαι
Μα ήσουν σ’ άλλη εποχή/σ’ άλλο δωμάτιο/σ’ άλλη γη
Ατάραχη η σιωπή σου να με σκίζει
Στα χέρια σου είχες κρύψει έναν αποχαιρετισμό
Δεν τον άφηνες/δεν τον έδινες/δεν τον ήθελες
Σου μάτωνε το χέρι/δεν μιλούσες
Να μην ξέρω αν έρχεσαι/αν λείπεις/αν πονάς
Δεν έλεγες κουβέντα/δεν μπορούσες;

Ήθελα να σου γνέψω/ήθελα να σε βρίσω/ήθελα να σ’ αγαπώ
Μα δεν ήσουν
Η σιωπή σου ερχόταν από μακριά
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό
Η αγκαλιά μου ήταν αδειανή
Εγκυμονούσα
Σε γύρευα/σε δίψαγα/σε έδιωχνα
Μα δεν μιλούσες

Είμαι φτωχή χωρίς εσένα/δεν το ξέρεις;/ψιθύρισα
Τα χρώματα δεν έχουν προοπτική
Τα τραγούδια δεν έχουν λόγια
Τα σύννεφα δεν έχουν ουρανό
Δεν μιλούσες

Μόνο εκεί που ήσουν ήξερα να γίνομαι
κορίτσι/και λουλούδι/και ευτυχώς
και να γελάω/έκλαψα

Δεν μιλούσες

Δεν ήσουν
Δεν ήρθες
Τώρα καθόλου θα σε έχω στην ζωή μου
Είναι κι αυτό μια παρουσία, σκέφτηκα

Δεν μιλούσες

[ακούγεται/ταξιδεύει εδώ]

Ως το τέλος.

Μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι.
Θα μας θάψουν κάτω απ’ το χώμα μέσα σε ένα φέρετρο φτιαγμένο από σιωπή και μοναξιά.
Σιγά σιγά θα μας τρων τα σκουλήκια.
Θα λιώσουμε.

Ό,τι έκανα στην ζωή μου το έκανα με αυτήν την προοπτική.
Δόθηκα πολύ ξέροντας πως δεν θα είμαι πάντα εδώ για να δίνομαι.
Μέθυσα για να χάσω τον εαυτό μου, να μη θυμάμαι το μέλλον μου.
Αγκάλιασα με ζέση, φιλήθηκα με πάθος.
Αγάπησα παράφορα, βούτηξα στα βαθιά πάντα διψώντας.
Ό,τι έχω δικό μου το δώρισα.
Πάντα μ’ αυτήν την προοπτική.
Ας μείνει για τα σκουλήκια ό,τι λιγότερο.
Ας έχω αφήσει εδώ ό,τι πιο δικό μου.
Ακατέργαστη ζωή σε απόγνωση.
Πάντα διψώντας.
Ως το τέλος.

Η περιουσία μας δεν είναι αυτά που εισπράττουμε.
Αλλά αυτά που δίνουμε μονάχα.

 

[Καλό ταξίδι Θάνο…]