n o w h e r e

no/where or now/here?

Ετικέτα: poem

τέντα

Το πρώτο βράδυ γνωρίστηκαν οι ίσκιοι μας
Έσμιξαν ο ένας με τον άλλον και έφτιαξαν έναν πιο μεγάλο
Σκέφτηκα, ωραία πρόβα για τα μεσημέρια του Ιούλη μου

Το δεύτερο βράδυ μπερδεύτηκαν οι λέξεις μας
Πατούσε η μία πάνω στην άλλη και έφτιαχναν καινούργιες προτάσεις
Πήγαιναν κάπου αλλού μαζί κι όχι εκεί που νόμιζα ότι θα πάνε

Το τρίτο βράδυ έπεσε σιωπή
Ευκαιρια να ανθίσει το άγγιγμα και οι προσδοκίες
Γύρισα σπίτι κρατώντας την καρδιά μου στα χέρια

                                        Σημάδι ότι είχα ακόμα καρδιά

Την επόμενη φορά θα σε συστήσω στη μοναξιά μου
Είναι μεγαλύτερη από μένα και το ίδιο πιστή
Θα προσπαθήσει να σε τρομάξει να ξέρεις
Μα αν την κερδίσεις θα θέλει να κάνει παρέα στη δική σου μοναξιά

Κι έτσι ίσως να μείνουμε για λίγο οι δυο μας

_

θα χαμογελάω κάθε μέρα

η καρδιά είναι μυς
η λέξη είναι μονάδα του λόγου
εσύ λείπεις
το χέρι μου χαϊδεύει μια θάλασσα
περιμένει
πλάθει
φορά
γίνεται
λέξη
μυς
σιωπή

δεν ακούς

η θάλασσα τρέμει
το χέρι μου γινεται γάντι
η φωνή μου νησί

θα χαμογελάω κάθε μέρα

μέχρι να βρω τη σωστή απόσταση

.

Φλέβα

Είδα το πρόσωπο της στον καθρέφτη μου
Αυτή μεγάλωνε όσο εγώ παρέμενα παιδί
Έγερνε προς τη δύση
Δεν την προλάβαινα
Η ίδια που άλλοτε εψαχνε τροπο ν’αναπνέουν οι φλέβες της
Τώρα, Φλεβάρη μήνα με κοιτούσε
και δάκρυζε

Πολύ πριν τα γενέθλια μας μεγαλώνουμε
Πολύ πριν τον φόβο γερνάμε
Πολύ πριν τον έρωτα παραδινόμαστε

Όποιος κατάλαβε τι γιορτή είναι η ζωή
Το ξέρει ήδη
Πολύ πριν τον θάνατο λείπουμε

Δακτυλικό Αποτύπωμα

Έκανα να σε φτάσω με τα ακροδάχτυλα
Η θάλασσα κόμπιασε
Νόμιζα δε θα προλάβω
Ήσουν ήδη χωρισμένος στα δύο
Που να ακουμπήσω;

Ύστερα, ένα κύμα σηκώθηκε
Μπήκε ανάμεσα μας
Έγινε βουνό κι εγώ άλλη ανηφόρα δε θα άντεχα
Άφησα τη θάλασσα να σε κρύψει
Να αποφασίσει το κύμα αν θα ερχόσουν ή αν θα φευγες

Ήρθες
Σε ξεβρασε ολόκληρο το νερό
Κουρασμένο
Σαν να γεννήθηκε μια πιθανότητα
Φωτιάς μέσα στη θάλασσα

Τώρα χαϊδεύω το δακτυλικο μου αποτύπωμα
Που ζητάει να ακουμπήσει επάνω σου
Του ψιθυρίζω γλυκόλογα να τα φέρει κοντά σου
Μηπως και ξεδιψάσεις από τόσα κύματα

Μα δεν μπαίνει σφραγίδα στη θάλασσα, ξέρω
Δε μένει σημάδι στον άνεμο
Μόνο θα σε αγγίζω με τα ακροδάχτυλα
Μέχρι να με βρει το δικό σου σημάδι

..

.

Η προσμονή της Άνοιξης

Κάποιοι δεν προλαβαίνουν
Τους πνίγει η προσμονή της Άνοιξης
Παγώνουν με το χέρι απλωμένο
να αγγίξουν τον ανθό
Φοράνε της ματαίωσης γυαλιά
Χωλαίνουν

Σίγουρα τους έχεις κάπου συναντήσει
Στις σκάλες γυρνώντας σπιτι
να κουβαλούν στους ώμους τους ορόφους που ανεβαίνουν
Στην ουρά στο σούπερ μάρκετ
να συγκρίνουν την μοναξιά τους με αυτήν του μπροστινού
Στον δρόμο να περπατάνε βιαστικά
θέλοντας να προλάβουν αυτό που οι ίδιοι φοβούνται μη τους φτάσει

Να προσέχεις κι εσύ
Την προσμονή της Άνοιξης

πιο άγρια κι απ’την Άνοιξη την ίδια
δεν ξέρεις που αρχίζει που τελειώνει
και πότε και σένα θα σε καταπιεί

.

..

Βάζο

Οι άνθρωποι που σε μεγάλωσαν
Μερικές φορές σε μικραίνουν
Σε κάνουν να μη χωράς
Σε στριμώχνουν σε βαζάκια για γλυκό του κουταλιού
Σε περιφέρουν απ’ την κουζίνα στο σαλόνι όταν έρχεται κόσμος
Και λένε κοίτα τι έφτιαξα
Εσύ τους κοιτάς πίσω απ’το γυαλί
Και δεν ξέρεις ποίος είναι η οθόνη
Εσύ ή εκείνοι που βλέπεις

Οι άνθρωποι που σε φρόντισαν
Καμιά φορά σε αγγαρεύουν
Σου λένε γίνε αυτό ή εκείνο
Σκέπασε τα λάθη που έκανα
Σώπασε τον αέρα της θλίψης μου
Χάϊδεψε τις κορφές που δεν έφτασα

Κι εσύ τι να κάνεις
Το προσπαθείς
Νομίζεις έτσι πρέπει να γίνεται
Νομίζεις αυτό θα πει μεγαλώνω

Κι ύστερα μια μέρα
Γνωρίζεις κάποιον και λες
Να, πάρε τη σπλήνα μου
Δάγκωσε μου τον φρονιμίτη
Ράψε γύρω σου τη σιωπή μου

Κι όταν δε γίνεται
Θυμώνεις
Φωνάζεις
Κλαις

Νομίζεις αυτό θα πει μεγαλώνω

.

..

το σώμα

Το σώμα μου ενας όγκος που αλλαζει σχήματα
Γίνεται καρέκλα να κάτσουν οι άλλοι
Γινεται χάρακας,
Γινεται φάρος
Καμιά φορά γινεται γέφυρα που περιμένει κάποιον να τη διασχίσει

Το σώμα μου ένα σχήμα που αλλάζει μέγεθος
Γινεται συνδετήρας σε έγγραφα που έχουν λήξει
Γινεται νόμισμα
Γινεται λέξη
Καμια φορά γινεται και πετρούλα στο παπούτσι ενός ξένου

Στριμωχνεται σε ρούχα που θα το κάνουν να μοιάζει πιο όμορφο
Μου ζητάει αγκαλιές
Του προσφέρω να φάει
Θυμάται τον πόνο
Του δίνω λίγο πόνο ακόμα να ξεχαστεί

Το σώμα αυτό που κάποτε θα φαγωθεί ή θα λιώσει
Γινεται βράχος μπας και αντέξει τα κύματα
Γίνεται κύμα μπας και τα βρει με τα βράχια

Τα πόδια μου καρφωμένα στο ίδιο σημείο
Όπου και να πηγαίνω, όσο κι αν βιάζομαι
Τα χέρια μου γεμάτα υγρό κάτω απ’ το δέρμα
Μην κάνω χειραψία σε κάποιον και πάρει το σχήμα του
Ή πλημμυρίσει θέλοντας κι άλλο
Κι ύστερα που να κρύψω εγώ ένα σώμα ολόκληρο

Το σώμα μου
Άδειο μπουκάλι στη μέση της θάλασσας

Να περιμένει αραγε κανείς να βρει το μήνυμα;

_

__

___

σκρίνιο

Σαν ξεπεσμενο σόι
Που το σαλόνι του άλλοτε γέμιζε φωνές
Εκει που τώρα κείται ένας καθρέφτης σκονισμένος
σιωπή που δεν έμεινε κανείς να την ακούσει

Πίεση σαρκας δεν βουλιάζει τα έπιπλα
Κι όμως όλα βαριά στέκονται και ασθμαίνουν
Σαν μια παλιά φωτογραφία που οι αναμνήσεις της πάνε χαμένες
Αφού κανείς δεν την κοιτάζει πια

Έτσι γίνανε οικογένειες ολόκληρες
Άνθρωποι να περιφέρουν καθρέφτες σκονισμενους
Σαν να μην κουβαλάνε την ματαίωση
Πως έγιναν περισσότερο άρνηση παρά λουλούδια

Έπιπλα να τρίζουν στη σιωπή
Προφέροντας ρήματα που δεν είχαν μάθει να κλινουν
Όπως Αγγίζω
Όπως Γελάω


Μια κουρτίνα γερμενη στο πάτωμα
Το μόνο χάδι που απομένει
Είναι αυτό που δεν μπορεί να αποφευχθεί

_

Φθινόπωρο

Θα πλέξω μια ζακέτα για το κρύο που έρχεται.
Θα την κάνω σφιχτή και ζεστή.
Σαν αγκαλιά.

Θα με κοιμίζει κάθε βράδυ.
Θα γαντζώνεται σε βιαστικές καλημέρες το πρωί.
Θα έχει κουμπιά φτιαγμένα από κλειδαριές
Μονάχα για όποιον βρει το κλειδί
Θα τη βγάλω.

Το φθινόπωρο αυτό δεν θα είναι σαν τα άλλα, το υπόσχομαι.
Θα είναι ένας χειμώνας σαν παγόβουνο που αποκολλήθηκε.
Σαν αναπτήρας που καθώς φυσάει θα καίει τα δάχτυλα.
Σαν δυνατή βροχή που καταλήγει στην θάλασσα.

Μα εγώ θα έχω τουλάχιστον την ζακέτα μου.
Σαν αγκαλιά.

Μέχρι κάποιος να έρθει με το κλειδί.
Και να μην την χρειάζομαι πια.

.

.

.

[Οι λέξεις αυτές συνάντησαν την μουσική του Τάσου Λώλη και δημιούργησαν ένα κομμάτι που ακούγεται εδώ]

fin

Υπάρχουν καράβια που χάνονται λίγο έξω απ’ το λιμάνι. Ο φάρος που τους έδινε σήμα για το που βρίσκονταν σίγησε ξαφνικά. Υπάρχουν ναυτικοί που κάπως έτσι τρελάθηκαν. Όχι εκεί έξω στα ανοιχτά όταν χρειάστηκε να παλέψουν με τα κύματα. Ούτε όταν ολόκληρη η θάλασσα έμοιαζε έρημος χωρίς νερό. Αλλά όταν βρέθηκαν λίγα μονάχα μίλια έξω απ’ το λιμάνι. Όταν δεν έβλεπαν πια το σήμα που τους έδινε ο φάρος για το πόσο κοντά βρισκόταν η στεριά.

Θα φτιάχνω κάθε βράδυ ένα βωμό για τα καράβια που χάθηκαν λίγο έξω απ’ το λιμάνι. Έναν φάρο σβηστό.